- φυτευτός
- η , ο[ν] посоженный (о растении)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυτευτός — ή, ό / φυτευτός, ή, όν, ΝΑ [φυτεύω] αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή νεοελλ. αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν με φυτευτό τρόπο, με φύτευση … Dictionary of Greek
φυτευτός — ή, ό ο φυτεμένος, αυτός που έγινε με φύτεμα, αυτός που δε φύτρωσε μόνος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτευτόν — φυτευτός planted masc acc sg φυτευτός planted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτή — φυτευτός planted fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριτοφύτευτος — ον, Μ φυτευμένος από τις Χάριτες («δένδρον χαριτοφύτευτον», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + φυτευτός (< φυτεύω), πρβλ. ἀ φύτευτος] … Dictionary of Greek
μυριοφύτευτος — η, ο (Μ μυριοφύτευτος, η, ον) (για τόπους) αυτός που είναι πλούσιος σε βλάστηση, που έχει πάρα πολλά φυτά, κατάφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φυτευτός (< φυτεύω)] … Dictionary of Greek
πορφυροφύτευτος — ον, Μ ο πορφυρογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + φυτευτός (< φυτεύω)] … Dictionary of Greek
πτεροφύτευτος — ον, Μ 1. αυτός που μοιάζει να είναι γεμάτος με φτερά 2. (κυρίως για το παγώνι) αυτός που έχει πλούσιο φτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φυτευτός (< φυτεύω)] … Dictionary of Greek
ριζοφύτευτος — ον, Μ φυτεμένος που ήδη έχει αναπτυχθεί και έχει απλώσει τις ρίζες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φυτευτός (< φυτεύω)] … Dictionary of Greek
φυτευταί — φυτευτής pastinator masc nom/voc pl φυτευτός planted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτάς — φυτευτά̱ς , φυτευτής pastinator masc acc pl φυτευτά̱ς , φυτευτής pastinator masc nom sg (epic doric aeolic) φυτευτά̱ς , φυτευτός planted fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)